ΝΕΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ και στην presspublica
[...] Ερωτιδείς σε θεσπέσιο ροδαλό, άλογα λευκά σε φόντο κόκκινο μπρούσκο, βιαστικά σχέδια μορφών με κεραμιδί, ώχρα κι ένα πράσινο ανείπωτο, σαν μαλαχίτης κοπανισμένος. Και σε μαύρο φόντο το ίδιο αυτό πράσινο, δουλεμένο με σέκο τεχνική (αβγοτέμπερα πιθανόν επάνω στο φρέσκο). Φτερωτή μορφή πάνω από νεκρό, αυτόματα φέρνει στο νου τον Γιάννη Μόραλη. Ζάλη, γυρνώ γύρω γύρω, ζητώ να καθίσω. Κάθομαι στο πάτωμα. Με παρατηρεί η φύλακας και προσφέρει το κάθισμά της. Πού να εξηγώ και πώς να κάτσω.
Τοιχογραφίες σε μαύρο φόντο. Εκεί που σβήνουν από τον χρόνο, μυστήριο δεν υπάρχει. Ελαφρά το μαχαίρι ή κάτι άλλο αιχμηρό έχει χαράξει ήδη το σχέδιο, που παραμένει αυτόνομο και δυνατό.
Λίγο παρακάτω ένας σαλπιγκτής τοιχογραφημένος με χοντροκόκκινο, σμαραγδί και ώχρα. Ακριβώς δίπλα του, επάνω στον ίδιο σοβά, κάποιος ευλογημένος αρχαίος τον έχει αντιγράψει ίσως με γραφίδα. Μα τι τρέλα! Μάθημα σχεδίου άνευ (;) διδασκάλου επάνω στο ίδιο το έργο!
Ολόκληρη η συνέντευξη στα "περισσότερα"
Άοπλη στη Δήλο
Όποιος δεν έλθει εδώ, πουθενά δεν έχει πάει.
Παναγιώτης Κουσαθανάς, Ο άρχοντας του μεγάλου δόκανου, σ. 37
Κατά την μόλις οκτώ ημερών διάρκεια της έκθεσης της Φωτεινής Στεφανίδη και του Δημήτρη Μοράρου αρχές του Ιούνη στην Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου -“Χλωρίδα” ο τίτλος και το θέμα της- ήταν στον λογισμό τους η Δήλος. Μιλάμε με την Φωτεινή για αυτήν τη σύντομη και απροετοίμαστη επίσκεψη των πέντε ωρών.
Γιατί άοπλη;
Μια ατυχής στιγμή κατά τη διάρκεια μια ευτυχούς βραδιάς με αγαπημένα πρόσωπα στη Βενετιά της Μυκόνου, μου στέρησε την φωτογραφική μηχανή κατά την επίσκεψη την επομένη το πρωί στο νησί του φωτός. Είχα να πάω στη Δήλο χρόνια, από το 1994 ίσως, θαρρώ τα αρχαϊκά λιοντάρια ήταν τότε στη θέση τους, έξω στο Άνδηρο. Η αποβίβαση με βρήκε άοπλη λοιπόν μπροστά στην καταιγίδα των εικόνων που προσφέρονταν χωρίς καμιά τσιγκουνιά. Αρχίζω να κρατώ σημειώσεις, απομακρυνόμενη (ευτυχώς με τη σύμφωνη γνώμη της συντροφιάς μας) από τους ξεναγούς.
Οι πρώτες συναντήσεις;
Δράκος, τον λεν και κροκοδειλάκι, για την υποδοχή στο λιμάνι. Κοιτάζει, ποζάρει, κρύβεται, ξαναφαίνεται. Τα κρίταμα οργιάζουν, οι τελευταίες αγριοβιολέτες σε όλες τις αποχρώσεις του μενεξεδί απλώνονται άοσμες· ποτέ δεν μυρίζουν με τον ήλιο. Σωρός οι βάσεις των αγαλμάτων. Αόρατοι αυτοί που τις πάτησαν βαθιά και ανθρώπινα. Μες στα ίχνη των πελμάτων τους, πετραδάκια στραφταλιστά κι ένα σαλιγκάρι της στεριάς. Τα άγρια καρότα με τ' άνθος τους ανοιχτό σε μέγεθος πιάτου του φαγητού, κλειστό σαν γροθιά αντρική. Και από δίπλα, τ' άγρια πράσα· μοβ, γκρενά, γαλανά, με το εσωτερικό λουλουδάκι τους έτοιμο για άνθηση.
Προχωρώντας;
Ανθισμένα πηγάδια, ανθισμένα δωμάτια. Κι έχουν στέγες από ιστούς αράχνης στη λάμψη της πλατίνας. Οι υφάντρες, μαύρες και ευκίνητες διατρέχουν το έργο τους από πάνω ώς κάτω. Αραιές οι παπαρούνες πια, τελευταίοι τόνοι της κραυγής τους της άνοιξης. Γνωστό πως το νησί ανάβει στα κόκκινά τους το Μάη. Πάμε προς τα λιοντάρια, ξερά, άψυχα. Μα τι γίνεται με τα αντίγραφα. Χίλιες φορές τα πρωτότυπα, φαγωμένα από την αλμύρα. Άνθρωποι τα φτιάξαν, άνθρωποι τα χαλούν και σώζοντάς τα τα ξαναχαλούν (προσωπική άποψη). Ανηφορίζοντας για τον οίκο των κοσμημάτων, μυριάδες τα ξερά χρυσαφένια κοσμήματα, χλωρίδας έργα, της εφηβείας (μου) σκουλαρίκια. Ένα δυο στην τσέπη. Οι μπορντούρες των ψηφιδωτών ανάμεσα στα ξερόχορτα προϊδεάζουν για τ' αριστουργήματα του μουσείου.
Κατηφορίζουμε στη συνοικία του Θεάτρου· χαλί οι τελευταίες μολόχες, κοτσανάκια και φύλλα ανύπαρκτα, τα άνθη ωστόσο ροζέτες βαθύχρωμες μοβ, κυανές οι ραβδώσεις πάνω τους στο χρώμα του νερού. Υπερμεγέθη και τα κίτρινα γαϊδουράγκαθα, τα ραδικολούλουδα κίτρινα και μοβ αστράφτουν, ο φλόμος επιβλητικός, πάνω από ένα μέτρο.
Κοιτάζοντας ψηλά τους τοίχους, τα κονιάματα. Χαραγμένα όσο είναι νωπά να σχηματίζουν μεγάλες πλάκες σαν από μάρμαρο, χρωματισμένα -υποθέτω με τη μέθοδο της νωπογραφίας- συνήθως με ώχρα απαλή και αραιωμένο χοντροκόκκινο στον ίδιο τοίχο. Έρχεται και η στέγη από ουρανό στο πιο δυνατό λουλακί του Αιγαίου και ολοκληρώνεται η φυσικότερη εικαστική εγκατάσταση.
Στο μουσείο;
Ευτυχώς οι τοιχογραφίες είναι επισκέψιμες (και τούτο το αναφέρω διότι η μία αίθουσα ήταν κλειστή). Ερωτιδείς σε θεσπέσιο ροδαλό, άλογα λευκά σε φόντο κόκκινο μπρούσκο, βιαστικά σχέδια μορφών με κεραμιδί, ώχρα κι ένα πράσινο ανείπωτο, σαν μαλαχίτης κοπανισμένος. Και σε μαύρο φόντο το ίδιο αυτό πράσινο, δουλεμένο με σέκο τεχνική (αβγοτέμπερα πιθανόν επάνω στο φρέσκο). Φτερωτή μορφή πάνω από νεκρό, αυτόματα φέρνει στο νου τον Γιάννη Μόραλη. Ζάλη, γυρνώ γύρω γύρω, ζητώ να καθίσω. Κάθομαι στο πάτωμα. Με παρατηρεί η φύλακας και προσφέρει το κάθισμά της. Πού να εξηγώ και πώς να κάτσω.
Τοιχογραφίες σε μαύρο φόντο. Εκεί που σβήνουν από τον χρόνο, μυστήριο δεν υπάρχει. Ελαφρά το μαχαίρι ή κάτι άλλο αιχμηρό έχει χαράξει ήδη το σχέδιο, που παραμένει αυτόνομο και δυνατό.
Λίγο παρακάτω ένας σαλπιγκτής τοιχογραφημένος με χοντροκόκκινο, σμαραγδί και ώχρα. Ακριβώς δίπλα του, επάνω στον ίδιο σοβά, κάποιος ευλογημένος αρχαίος τον έχει αντιγράψει ίσως με γραφίδα. Μα τι τρέλα! Μάθημα σχεδίου άνευ (;) διδασκάλου επάνω στο ίδιο το έργο!
Τα ονομαστά ψηφιδωτά;
Ο ένας Διόνυσος με τον πάνθηρα, η απόλυτη εικαστική δημιουργία. Μάτια νερένια, στόμα ελαφρά ανασηκωμένο, το θείο στεφάνι, οι ψηφίδες να μετατρέπονται σε ψιμυθιές, πλήρης η κλίμακα του ελληνικού φυσικού χρωματολογίου. Εικονίζεται νεαρός, φτερωτός, όχι εκείνος των κλασικών χρόνων, όχι γενειοφόρος και αυστηρός. Χωρίς μαινάδες. Έργο παγκόσμιο.
Τα περιστέρια, τα λογής δελφίνια, η μπορντούρα της αφθονίας γύρω από την Αθηνά και τον Ερμή, οι ροζέτες με τα μικροδέλφινα και τους ερωτιδείς. Τα προσωπεία γύρω απ' το απλό δάπεδο.
Πόσο σπουδαία τα απλά γεωμετρικά δάπεδα, κυβιστικής νοοτροπίας (δουλεμένα με μαύρο, χοντροκόκκινο, λευκό) όλα αφημένα στους χώρους τους, πολλές φορές με καμπύλες μπορντούρες μαιάνδρων. Ή τα ακόμη “οικονομικότερα” της εποχής, αυτά τα καμωμένα με ψηφίδες του ενάμισι εκατοστού, τετράγωνες εντελώς, μία μαύρη μία άσπρη, να απλώνονται σε αρκετά τετραγωνικά μέτρα. Ψηφοθέτηση θαυμαστής πειθαρχίας.
Μόλις σκέπτομαι ότι όσα τα βοτάνια που φυτρώνουν στο νησί (λεν για πάνω από 500) άλλα τόσα τα ψηφιδωτά που έχουν βρεθεί ως τα τώρα. Και κάτι ακόμη: Όταν επισκέφτηκε ο πατέρας μου τη Δήλο, φοιτητής, μέσα στον πόλεμο (φιλοξενούμενος όπως κι εμείς στον νεοσύστατο τότε ξενώνα της ΑΣΚΤ στη Μύκονο), τα ψηφιδωτά δεν είχαν ξηλωθεί ούτε συντηρηθεί. Ο ντόπιος καθηγητής (λησμονώ το όνομα) έριχνε νερό με τον κουβά επάνω τους για να φανούν τα χρώματα, ήταν σχεδόν άσπρα από το πετρωμένο αλάτι.
Γλυπτική; Αντικείμενα;
Αξιολογότατα και μοναδικά στον κόσμο. Σε μια τόσο σύντομη κουβέντα ας μένουμε στη ζωγραφική, το ψηφιδωτό, τη χλωρίδα. Δεν έχει τελειωμό η Δήλος, αναφέρω λίγα από αυτά που με συντάραξαν.
Μνημεία;
Τα μεγαλύτερα είναι γνωστά, Φαλλοί, λιοντάρια, ο εναπομείνας κολοσσός, διάσπαρτα λίγα αγάλματα. Να σταθώ στη φοινικιά; Αυτήν την ίδια που βάστηξε η Λητώ για να γεννήσει; Ναι, είναι αυτή. Έχει πάρει γυναικεία καμπύλη, οδύνη, ελευθερία, μεγαλοσύνη από την Τιτανίδα που την κράτησε, κι ας φυτεύτηκε μόλις πριν 80 χρόνια. Τι είναι ο χρόνος και ποιος τον μετράει και τον ορίζει... Οι θεοί είναι παρόντες. Με άλλη μορφή αλλά είναι εκεί. Οι εικόνες τους οι καμωμένες με τόση τέχνη, τώρα αυτές, τους δίνουν πνοή ζώσα.
Ποιοι θεοί, τι εννοείς;
Η Λητώ στον φοίνικα, ο Απόλλων στ' αηδόνι (το είδαμε μέρα, μπροστά στα μάτια μας να κελαηδά πάνω στην αρχαία πέτρα κι έπειτα πετώντας να συνεχίζει τη θεϊκή μελωδία στο κυανό του ουρανού), ο Ερμής στον άνεμο, η Άρτεμις στα στραφταλιστά πετρώματα και στους νυχτερινούς ήχους που ακούγονταν μέρα. Μέχρι και τα βατράχια στη στέρνα του Θεάτρου ήταν εταίρες και αθλητές, δούλοι και έμποροι, το καθένα τον ήχο του. Πολεμιστές τα κροκοδειλάκια και στρατιώτες οι σμαραγδένιες σαυράδες. Πέρδικα η ένθρονη Ήρα. Χελιδόνια οι νύμφες και οι ημίθεοι. Και όλο το νησί, η άλλη Τιτανίδα, η Αστερία, η αδελφή της Λητούς, να τ' αγκαλιάζει να τα φιλοξενεί όλα τούτα και να φαίνεται σχεδόν ολόκληρη από τον Κύνθο, στεφανωμένη από τις Κυκλάδες.
Είχε νερά; Γεμάτες οι στέρνες;
Ο Ινωπός τις γεμίζει από τότε. Το πέτρωμά τους φιλτράρει το νερό, το καθαρίζει. Γεμάτες και καταπράσινες απ τα βρύα. Κι απρόβλεπτες στα κρυφά τους φανερώματα. Βλέπουμε ένα παράθυρο κάποια στιγμή, κάπου κοντά στης Αφροδίτης τον οίκο, εκεί που ήταν η εξαίσια μπανιέρα της, η μαρμάρινη, δουλεμένη τόσο που γυάλιζε σαν να ήταν από πορσελάνη. Το παράθυρο λοιπόν, σχεδόν τυφλό. Στο κάτω του μάρμαρο, βαθιές χαρακιές, Λείες, πολύ λείες στο άγγιγμα. Ήταν πηγάδι γεμάτο. Οι χαρακιές απ' τα αρχαία σκοινιά. Έτοιμο να γεμίσει την μπανιέρα για τη θεά. Και οι παπαρούνες του Αδώνιδος εκεί κοντά, βαστούσαν ακόμη.
Οι σημειώσεις σου;
Σαν γύρισα, άδειασα την τσάντα. Στον πάτο, τυλιγμένα στο μαντίλι που φορούσα για τον ήλιο, τα λιγοστά ενθύμια της φωτογραφίας. Οι σημειώσεις δίπλα. Ξεκινώ από αυτά. Έκοψα μικρά ορθογώνια σκληρά βαμβακόχαρτα. Ανοίγω και τα χρώματα από τη Μήλο. Λίγο χώμα δηλιανό τριμμένο. Όλα καμώματα του νου. Όλα για να γίνουν άμποτε σε σοβά ή σε δάπεδο. Όπου με πάει και όποτε.