ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
“Ροδάκινο. Καρπούζι. Ρολογιά. Γεράνι. Φόβος. Θάλασσα. Αιγαίο. Μελτέμι. Ξωκκλήσι. Αη Λιας. Κάρβουνο. Καρπούζι ξανά. Άμμος. Δυο τραγούδια. Δυο ποιητές. Φως. Φωτιά. Πυρκαγιά”. Η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη μας μιλά για τον Ιούλιο μήνα.
-Φόβος;
Το πρωινό της 20ής Ιούλη του ’74, τι άλλο. Το ζυμωτό ψωμί της μάνας, μελωμένο μού πέφτει από τα χέρια ακούγοντας τις ειδήσεις στη γειτονιά από αυλή σε αυλή με τις ανθισμένες ρολογιές τυλιγμένες στις μάντρες και τα γεράνια να κοκκινίζουν τον τόπο. Κολλά το μέλι στο μωσαϊκό της κουζινούλας μας στο Ν. Ηράκλειο. Χύνεται το γάλα στο πετρογκάζ. Το καρπούζι ψύχραιμο στον πάγο για το μεσημέρι. Εισβολή, επιστράτευση και φόβος, Φόβος. Δώδεκα ετών και οι λέξεις αυτές τότε πρωτοβρήκαν την ερμηνεία τους. Βάστα μη μας βρει τίποτε πάλι και είναι Ιούλης.
-Πες μας για τον Αη Λια.
Ιούλιος, Ήλιος, Ηλίας. Σε κορφούλες -πιο κοντά στον ήλιο- τα εκκλησιδάκια του (το πιο αγαπημένο και ξεχωριστό στη Νάξο, βυζαντινό, περιοχή Λι’αρίδια Απεράθου), κι ο γιορτασμός του στις 20 του Ιούλη καίει την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Προφηλιάς, τον έχει ιστορήσει ο Πανσέληνος στο Όρος γεννειοφόρο ασπρομάλλη με πράσινες σκιές, κάπου θυμάμαι είναι γραμμένο πως σαν ήταν μωρό ήταν σπαραγνωμένο με φωτιά. Ο ήλιος είναι.
-Οι δυο ποιητές;
Ο Ρίτσος πρώτα με το μαντολίνο των τζιτζικιών απ’ τα “Ποιήματα” (πώς του άρεσε το μαντολίνο, έφτιαξε ο πατέρας γι’ αυτόν τέτοιο όργανο στο Κοντοπούλι το ’49 και τους το πήραν) και το βαποράκι της κωλοφωτιάς: “Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών / και των γρύλων –έλεγε,– / το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας / η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς – / δε σου ζητούν αποδείξεις […]”Και ο Ελύτης με τα ντρίλινα σεντόνια -αν δεν έχεις σκεπαστεί με αυτά δεν υπάρχουν λόγια για την αίσθηση- απ’ τον “Μικρό Ναυτίλο”: “Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.”
-Κάρβουνο;
Κάρβουνο, ροδάκινο, Ηλίας και Ιούλιος, είναι στο νου μου ένα πράγμα. Κάρβουνα για το σχέδιο στο σπουδαστήριο προετοιμασίας της ΑΣΚΤ παίρναμε από τον Χρυσικόπουλο, απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο. Δουλεύαμε όλο το καλοκαίρι. Τα καλοξύναμε τον πρώτο καιρό, μόλις τους παίρναμε τον αέρα τ’ αφήναμε σχεδόν άξυστα. Ήταν του Άη Λιος, 20 του Ιούλη του 1980 στην οδό Πινδάρου. Θα δουλεύαμε γυμνό. Έρχεται ο Ηλίας -το θρυλικό μοντέλο που δουλέψαμε επάνω του χρόνια και χρόνια- με δυο τσάντες ροδάκινα, κέρασμα για τη γιορτή του. Τρώγαμε ροδάκινα, ζουμερά έσταζαν επάνω μας, ξύναμε τα κάρβουνα, μαύριζε ο κόσμος, μελετούσαμε και τον εορτάζοντα Ηλία, πολύ γέλιο, και όλοι μας πολύ νέοι έως παιδιά.
-Μελτέμι Ιουλίου;
Στο Αιγαίο σε πετάει κάτω. Κάνει γλυπτά τα δέντρα, σκάβει τους ανθρώπους. Τα στεγνώνει όλα. Βοηθάει και τις πυρκαγιές. Ευλογημένο όμως. Δεν θα ήταν οι Κυκλάδες κατοικήσιμες χωρίς το μελτέμι. Θαρρώ ο Αρισταίος, ο γιος του Απόλλωνα (του θεού του ήλιου) και της Κυρήνης το ‘φτιαξε το μελτέμι για δροσίζει τη Δήλο και μαζί της όλες τις Κυκλάδες.
-Μουσικές;
“Είχες του Μάη τη δροσιά του Γιούλη τη λιακάδα / και δύο μάτια θαλασσιά που άλλη φορά δεν τα ‘δα”, τρυφερότατο, το λεγε η Άλκηστη το ’77. Και από τα πιο πρόσφατα, αγαπάω πολύ του Χρήστου Θηβαίου το “Μεσημέρι του Ιούλη”. Αυτό που ξεχωρίζει ένα παράξενο ζευγάρι απ’ το κοπάδι: “Ένα μεσημέρι του Ιούλη μες στα μάτια ενός ζευγαριού / είδα κάτι που είχε ξεφύγει απ’ τους νόμους του κοπαδιού. / Δεν είχαν στο βλέμμα τους το ύφος αυτό το κυνηγημένο ή το αρπαχτικό.” Έχει και δύναμη η μουσική του. Κάθε που τ’ ακούω, φόβος ξανά, για το κοπάδι που είμαστε όλοι μέσα.
-Ζωγράφισέ τον με λόγια.
Ωραίος, νεαρός, ζουμερός σαν ροδάκινο, ηλιοκαμένος, γυμνός, φλεγόμενος, τρώει καρπούζι και υποβρύχιο, πίνει παγωμένο νερό και μπύρα. Δεν γυρίζει ούτε να μας κοιτάξει. Αφήνει τα μαλλιά του στο μελτέμι και στέκει εκεί στο Αιγαίο γνωρίζοντας ότι όλα είναι περαστικά από αυτή τη γη, κάτι που συστηματικά το ξεχνάμε οι κοπαδιαστοί.
-----------------------------------------
Αναρτηθηκε στην ιστοσελίδα της presspublica.gr την 1η Ιουλίου 2015