ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι,
τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης,
σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα,
και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου,
και αναπνέω τις μυρουδιές
της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…»
Ανδρέας Εμπειρίκος
«Κόκκινος, κατακόκκινος. Σαν τα ρόδια που ωριμάζουν και σκάζουν και τα ρουμπίνια τους γυαλίζουν έτοιμα να ξεχυθούν και τα τσιμπολογούν τα κοτσύφια. Σαν το μπρούσκο κρασί που είναι να ανοιχτεί ανήμερα του Άη Δημήτρη. Σαν τα φύλλα που στρώνουν το χαλί του φθινοπώρου, σαν το πιο ώριμο καλοκαίρι, το μικρό καλοκαιράκι που κλείνει πάντα στην αγκαλιά του ο Οκτώβρης. Κάποτε τον έλεγαν κόκκινο και για άλλο λόγο». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Οκτώβρη μήνα.
Πώς θυμάσαι τον Οκτώβρη στα παιδικά τα χρόνια;
Με την παρέλαση, τι άλλο. Βάσανο και κρυφό καμάρι. Μια καλοκαίρι, μια χειμώνας. Άλλον Οκτώβρη να ιδρώνουμε με το πουκαμισάκι, άλλον να βάζουμε από μέσα δύο πλεχτά. Άλλοτε να λαχταράμε πέδιλο, άλλοτε η λευκή ελβιέλα να γεμίζει λάσπη. Και οι μνήμες, οι κουβέντες των γονιών, από κοντά. Μα ποιος το είπε αυτό το ΟΧΙ; έλεγα μέσα μου. Μαζί και η σημαία που στηνόταν και ακόμη στήνεται στο βεραντάκι, και σκαλώνει στα αγκάθια της γαζίας και σκίζεται. «Ηρωϊκή», τη λέει η μάνα μου.
Μυρωδιές;
Μυρωδιές να θες. Μεθάει το γιασεμί με τις σταγόνες της βροχής και ευωδιάζει δυο και τρεις φορές παραπάνω. Το νυχτολούλουδο κάθε νύχτα κόβει την ανάσα. Και τα χρυσάνθεμα, αχ τα σγουρά τους κεφαλάκια μοσχοβολούν Οκτώβρη. Και όλα, όλα, μυρίζουν πιο όμορφα, πιο δυνατά, η βροχή τα ζωντανεύει. Κι ανάμεσα, εκεί στο μικρό καλοκαιράκι ξεγελιούνται κι ανθίζουν ανοιξιάτικα ρόδα και πασχαλιές, λίγα σπάρτα καλοκαιρινά και πιο πολλές γαζίες. Αμ’ το κρασί του Άη Δημήτρη ανήμερα μόλις ανοίγει, τι βγάζει! Όλο το καλοκαίρι συμπυκνωμένο αναδύεται από το πρώτο ποτήρι. Και το ξέρουμε, με το νέο κρασί μεθάς κι ας είναι σχεδόν φρούτο.
Χρώματα, εκτός από κόκκινο;
Ροζ απαλό, τα κυκλάμινα βαστούν ακόμη στις αρχές του μήνα. Και μετά κεντούν τις βουνοπλαγιές και τα βράχια με τα σκουρόχρωμα στολισμένα φύλλα τους που βαστούν όλο το χειμώνα κι απ’ την πίσω τους πλευρά την ντροπαλή, κρύβουν το πιο θεσπέσιο γκρενά. Οι καστανιές χρυσίζουν τους μικρούς αγκαθωτούς τους ήλιους που μισοκρύβουν τον γυαλιστερό καστανοκόκκινο καρπό με την ωραιότερη ψίχα που μας ταΐζει η φύση. Από κοντά και τα καρύδια, ξανθά ακόμη, με την φρέσκια μυρωδάτη γεύση. Να ξαναπούμε για τα χρυσάνθεμα τα μυριόχρωμα και τα ρόδια που έχουν επάνω τους όλη τη γκάμα του Οκτώβρη. Μήλα και αχλάδια, κυδώνια και δαμάσκηνα, παραπέμπουν σε παλιές ζωγραφιές που αγαπήσαμε. Αυτόν τον μήνα οι γεύσεις και τα χρώματα γίνονται ένα.
Το μικρό καλοκαιράκι;
Φέτος η θάλασσα πονάει πιο πολύ. Το αποφάσισαν αυτοί οι κάποιοι, αυτοί οι άλλοι. Θα ‘ρθει όμως ξανά και φέτος, Άη Δημητράκη μου, το μικρό καλοκαιράκι μου. Και θα ζεστάνει τις καρδιές. Ίσως γίνει μπάνιο στη θάλασσα και αποχαιρετισμός του μεγάλου καλοκαιριού με σπονδή νέου κρασιού στο απαλό κύμα. Ας αγκαλιάσουμε αυτόν τον μικρό καλοκαιρινό Οκτώβρη. Και να είμαστε κοντά στον κόσμο που υποφέρει, υπάρχουν τρόποι. Αχ, να διώχναμε τους φριχτούς από τη θάλασσα, τη ζωή και τον Οκτώβρη μας, στο όνομα της ομορφιάς που μας έχει χαριστεί.
Τραγούδι, κανένα;
Πάντα το L‘ete Indien του τρυφερού και αιωνίως νέου Joe Dassin.
Ποίηση για τον Οκτώβρη;
Επανερχόμαστε στον Οκτώβρη του ’40 με το συντροφικό τραγούδι του Γιάννη Ρίτσου:
«Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με εικοσιένα μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ’ ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ’ την ψυχή τους.»
Πώς τον ζωγραφίζεις μετά την κουβέντα μας;
Δυνατό, ψυχοπονιάρη, όμορφο σαν χειμώνα με ανοιχτό πουκάμισο. Σε φόντο κόκκινο δαγκώνει σκληρό μήλο, σπάει καρύδι και μύγδαλο, ανοίγει το καινούργιο μέλι. Μα πιο πολύ, δικαιωματικά, ανοίγει το νέο κρασί και κάνει εκείνος το τελευταίο μπάνιο.
____________________________________
Αναρτήθηκε στη ιστοσελίδα της presspublica.gr, την 1η Οκτωβρίου 2015