Νέα συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Στις δεκαεφτά ή στις δεκαοχτώ πέφτει η Πούλια στο γιαλό, και πίσω παραγγέλνει: μηδέ στανίτσα στα βουνά, μήτε γεωργός στους κάμπους»
«Κόκκινος κι ο Νοέμβρης, μ’ ένα κόκκινο που βαθαίνει και γίνεται κεραμιδί ή θερμή όμπρα. Κάστανα, καρύδια, βροχή, μανιτάρια, φωτιά, αγωνία, μελαγχολία, γλύκα, ελιές και λάδι. Ο Σκορπιός στον ουρανό, μαζί και η Πούλια να βασιλεύει αντάμα με τον Ήλιο και να σηματοδοτεί την έλευση του κρύου. Το τελευταίο σκαλοπάτι για τον χειμώνα αυτός ο μήνας φέρνει πολλά και διαφορετικά στο νου και στην καρδιά.»
Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον Νοέμβρη.
-Να αρχίσουμε από τη γλύκα;
Μια πρώτη του Νοέμβρη ήρθε στη ζωή μου η Αγάπη. Με ένα άγριο κυκλάμινο που ανθίζει δεκαπέντε χρόνια τώρα στην πιο ταπεινή γωνιά της αυλίτσας και τα θυμίζει όλα. Με τα πρώτα κάστανα και καρύδια να θυμίζουν κι αυτά. Και συνεχίζει.
-Η αγωνία; η φωτιά;
Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, στο μισοχτισμένο μας σπιτάκι στο Ν. Ηράκλειο, ψίθυροι και τηλεφωνήματα στο κενό, ο αδελφός μου στα δεκάξι του γύρισε από το Εθνικό Ωδείο της πλατείας Βάθη με τα πόδια στο σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Στα έντεκά μου, έφτιαχνα ένα παιχνίδι από πανί. Δεν έχω δει πιο χλομή τη μάνα μας. Μόλις ακούστηκε η πόρτα, ήρθε το χρώμα της αυτοστιγμεί. Και πάλι αμέσως ρίχτηκαν όλοι στο ραδιόφωνο το Tesla, μια στο σταθμό του Πολυτεχνείου, μια στην Deutsche Welle. «Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι», o σπαραγμός. Έξω αι ΗΠΑ, έξω το ΝΑΤΟ στις δυο κολόνες γραμμένα ανεξίτηλα (αμ δε, πού έξω, μέσα και πιο μέσα).Φωτιά κάθε χρόνο στην Αθήνα, κι ακόμη πιο απλωμένη, στις ζωές μας. Δύσκολος μήνας για το κέντρο, η μνήμη αυτή δεν ρωτάει, ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους και καπηλευόμενη σκεπάζει άλλα τόσα ακατανόμαστα. Και συνεχίζεται το μεγάλο γιατί στα νησιά μας και στα σύνορα και ξέρουμε την απάντηση, και ναι, βοηθάμε όσο μπορούμε, αλλά σταγόνα στον ωκεανό, έστω κι αυτή θα πεις. Όλα προς το καλό βαδίζουν, λένε οι αισιόδοξοι και ίσως στο μεγάλο μέλλον είναι αλήθεια αλλά πολύς ο πόνος και το κενό. Και η βροχή, κοινός παρονομαστής. Σβήνει, λασπώνει, παγώνει και ευτυχώς ποτίζει.«Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.» (Τάσος Λειβαδίτης)
-Οι ελιές;
Ο μήνας τους. Πλυμένες απ’ τη βροχή, στην πιο ασημένια τους ώρα. Φορτωμένες καρπό που μισομαυρίζει. Το αγουρέλαιο, καθαρό χρυσάφι. Το μάζεμα, πάντα ιερό. Ακόμη και στη γειτονιά, ελίτσες στην τσέπη του μπουφάν από την έξοδο για τα καθημερινά. Λίγες λίγες στο καλαθάκι, αλάτι χοντρουλό, κομματάκια άγουρο λεμόνι, δυο κλωναράκια ρίγανη, λίγο λάδι, έτοιμα δυο τρία βάζα για την συντροφιά του νέου κρασιού που λαμπικάρει μέρα τη μέρα.
-Τα κάστανα; Τα καρύδια;
Τα κοσμήματα του φθινοπώρου. Τα καρύδια μόλις ωρίμασαν. Το γνωστό “κρακ” και έτοιμα να σμίξουν με το μέλι του Οκτώβρη. Ποτέ δεν παίρνουμε καρυδόψυχα, ποτέ. Τα κάστανα πάλι, με τον θερμό τους εκπρόσωπο. Έρχεται καστανάς ακόμη στη γειτονιά, στον σταθμό κοντά. Αφήνει τα καλαμπόκια του Σεπτέμβρη, ξεκινά τα κάστανα απ’ τον Νοέμβρη, και ως τα Χριστούγεννα κι ακόμη πιο αργά γλυκαίνει, ζεσταίνει καρδιές και σώματα. Σαν να είναι μια ασφάλεια, μια συντροφιά σταθερή, διακριτική και σίγουρη.
-Τι φυτρώνει, τι ανθίζει, τι καρπίζει;
Αρχίζουν τα αγριοράδικα και οι ζοχοί με τις βροχές, μοσχοβολούν τα βράδυα μας στο πιάτο. Βγαίνουν και οι μανίτες για όσους τους γνωρίζουν, από κοντά κι εμείς που αγαπάμε την ανείπωτη γεύση τους της εξοχής. Από λουλουδάκια, κάποιο αγριοράδικο -απομεινάρι του καλοκαιριού- γράφει με κοβάλτιο ή κίτρινο ζωηρό στο χώμα, οι πρώτοι κρόκοι, άσημα μα ποτέ απαρατήρητα. Α, και το γιασεμί βαστάει. Και βεβαίως τα χρυσάνθεμα. Πορτοκαλοκόκκινοι οι φράχτες απ’ τα πυράγκαθα, και τα βιβούρνα δένουν τους μοβ γιαλιστερούς, σχεδόν μεταλλικούς καρπούς τους. Δεμένα και τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα νεράντζια, τα μανταρίνια, ώριμα τα κυδώνια, τα ρόδια συνεχίζουν κι αυτά. Οι συκιές κιτρινίζουν τα φύλλα τους με ποικιλία μοναδική.
-Μυρωδιές;
Τα μήλα τα ψητά που ροδίζουν στο φούρνο με το μισό καρύδι στη θέση των κουκουτσιών και το σιροπάκι από μελάσα και μαύρες σταφίδες, και το γλυκό κυδώνι με την αρμπαρόριζα που σιγοβράζει στη φωτιά, κάνουν να ευωδιάζει το σπίτι του Νοέμβρη.
-Τραγούδι;
«Το τρένο φεύγει στις οχτώ». Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Ελευθερίου, και μόνο με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη. Εδώ η μελαγχολία, εδώ και η ανάταση.
-Η μορφή του;
Αγρότης, τα μαλλιά του είναι μαύρα, νοτισμένα και μυρίζουν κάπνα. Μπορεί να ‘χουν κι ένα κίτρινο φυλλαράκι ελιάς σκαλωμένο επάνω τους. Σοβαρός, όχι αμίλητος. Μαζεύεται για τον χειμώνα, γιορτάζει τους Ταξιάρχες, τους Ανάργυρους γιατρούς και την Αγία Αικατερίνη, τον Αγιαντρέα που αντριεύει το κρύο και τον Άη Μηνά που το μηνά, κερνά δεύτερο ποτήρι, κερνά και τρίτο, ανάβει το τζάκι και τη φουφού, σπέρνει βιαστικά ό,τι έμεινε πίσω για να προλάβει τη βροχή, κι αν έχει ζωντανά κατεβαίνει στο χειμαδιό.Θα μπορούσε να είναι και φοιτητής του τότε με μάτια που καίνε, μακριά μαλλιά, χωρίς ομπρέλα στη βροχή και που βαστά την κοπελιά του από το χέρι κοιτάζοντας μπροστά, εικόνα που σβήνει κάθε χρονιά και περισσότερο.
------------------------------
Αναρτήθηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα presspublica.gr την 31η Οκτωβρίου 2015