Νέα συνέντευξη στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΙΟΥΣΗ
«Βαθαίνει ο Δεκέμβρης με ένα κόκκινο που σκοτεινιάζει για να φτάσει στο λαμπρό μαύρο με το ηλιοστάσι του χειμώνα. Με τον σπόρο του καλοκαιριού μέσα του. Με τα πιο φωτερά αστέρια της χρονιάς στον ουρανό και στη γη. Μ’ ευωδιές, πουλιά, βιβλία και γιορτές, με την μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου δική του. Με στολίδια, ζεστές καρδιές και πόνο. Με τα δέντρα και τα καραβάκια να σημειώνουν τις χρονιές και τους ανθρώπους που αγαπάμε». Μιλάμε με τη ζωγράφο Φωτεινή Στεφανίδη για τον μήνα Δεκέμβριο.
-Πες μου για το ηλιοστάσι.
Το λέει τ’ όνομά του. Στέκεται λιγάκι ο ήλιος όπως μικραίνουν οι μέρες. Φαίνεται ακίνητος, ειδικά το μεσημέρι. Και πρόσεξέ το, έχει λάμψη ξεχωριστή για πέντε μέρες. Και ύστερα παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Εδώ είναι το μεγάλο μυστικό. Την πρώτη μέρα του χειμώνα να αρχίζει η μέρα να μεγαλώνει. Είκοσι δυο του μήνα περίπου. Δυο μέρες μετά, η μεγαλογιορτή μας, τα Χριστούγεννα. Με το φως της αγάπης. Αυτό το τελευταίο, αχ, να ‘μενε ακίνητο για πάντα.
-Οι άλλες του γιορτές;
Γιορτερός πολύ, γιορτάζει τον Νικόλα, τη Βαρβαρα, τον Σπύρο, την Αννούλα, τον Λευτέρη, τον Στέφανο, τον Μανώλη, τον Σάββα, την Ανθούλα, τον Διονύση, κι άλλους που σίγουρα ξεχνώ.
-Τ’ αστέρια;
Κεντημένος ο ουρανός την πιο βαθιά νύχτα της χρονιάς «Πάνω απ’ το σπιτάκι μου σεντόνι διαμαντένιο» (ελληνική παροιμία). Κυρίαρχος ο αστερισμός του Αιγόκερω – του γιδόψαρου (λένε πως είναι ο ίδιος ο Πάνας όταν βούτηξε στον Νείλο). Έχει κι η γη μας όμως άστρα: Το γιασεμί υποβλητικότερο από τα λογής λαμπιόνια μαζί με τη μεθυστική του ευωδιά, και τον ακόμη μεθυστικότερο νάρκισσο ή μανουσάκι ή ζαμπάκι ή αβιόλα κατάλευκη μονή ή διπλή με κίτρινη καρδιά να ευφραίνει ψυχές. «Η σωτηρία μας κρέμεται κι απ’ τ’ς πρώτης αβιόλας την υποδοχή, αφέντη μ’. […] Χαλάλι κι εβίβα, λοιπόν, στην ευωδιά τ’ς και στο έργο που τάχτηκε να ‘περετά» (Παναγιώτης Κουσαθανάς). Τα «γλυκά ματάκια» πάλι, άλλος νάρκισσος, με μαύρη καρδιά. Είναι και η γαζία στις δόξες της και το κίτρινο γιασεμί, «τ’ άστρα τα χρυσά…» (Οδυσσέας Ελύτης). Και το χώμα κάτω σπαρμένο αστέρια. Οι πρώτες μικρές καλέντουλες και τα αστεράκια του «μη με λησμόνει» με το χρυσό κέντρο και τον γαλάζιο ουρανό γύρω γύρω. Και τα φύλλα της λεύκας. Που από ασημένια γίνονται χρυσά και αστράφτουν στον ουρανό στροβιλιζόμενα στρώνοντας αμέσως χαλί μοναδικό, από κοντά και τα πλατάνια.Και όλα ετούτα να τα ορίζει τ’ άστρο της Βηθλεέμ, αυτό που είναι τρία άστρα ενωμένα, κι έχουν ελληνικά ονόματα: Κρόνος, Ζευς, Αφροδίτη.
-Τα πουλιά;
Άλλα φεύγουν και γράφουν στον ουρανό σχήματα απόκοσμα που αλλάζουν και αλλάζουν. Άλλα μένουν κι έρχονται πιο κοντά στα σπίτια και μυτίζουν το τζάμι πεινασμένα. Τ’ αηδόνια της πόλης, ο κοκκινολαίμης και ο κότσυφας. Η επίσημα ντυμένη καρακάξα. Και τα σπουργιτάκια να χουχουλιάζουν στις φωλιές των χελιδονιών.
-Ποίηση;
Δεν ξέρω, τα Χριστούγεννα ζητούν πεζογράφημα. Να διαβάσω τώρα δυο κομματάκια από το βιβλίο-στολίδι της Ελένης Σαραντίτη «Η καλεσμένη των Χριστουγέννων»: «Ή μην τάχα γιατί τότε ακριβώς, ανήμερα Χριστούγεννα, μας επισκέφτηκε η θεια-Μαγδαληνή βαστώντας ένα μπουκέτο φρεσκοκομμένα μανουσάκια κι εκείνο το τραπεζομάντιλο από την προίκα της Ιφιγένειας. Ναι. Το υπέροχο αυτό άλικο τραπεζομάντιλο που τώρα κατέχω εγώ, με όλα τα εγχάρακτα αγγελάκια και τα μυρτολούλουδα, που, όταν το άπλωνε για να το αερίσει στο μπαλκόνι, εγώ στυλωνόμουν από κάτω και το χάζευα. Την ομορφιά του, θυμάμαι, δεν τη χόρταινα» […] «Έτσι, ασφάλισα επάνω στο παλιό πέτρινο παγκάκι την πιατέλα, έβγαλα τη φλογέρα, την έτριψα μια ιδέα στο μανίκι μου κι ας λαμποκοπούσε, την έφερα στα χείλη κι αυτή άρχισε να δονείται ελαφρά στα δάχτυλά μου, και “Χριστός γεννάται σήμερον…” άκουσα μια ψιλή μα πεντακάθαρη φωνούλα. Η θεια-Μαγδαληνή! Είχε πιάσει ωραία το σκοπό, μα είχε χαμηλώσει λίγο το κεφάλι, σαν να έστελνε τα ιερά, παρήγορα λόγια στα μανουσάκια και στους τενεκέδες με την κρυφή αγάπη, στις πέτρες και στα σαλιγκάρια που κρύβονταν στα φύλλα της αρμπαρόριζας, ωσότου τελειώσαμε.»
-Ο πόνος;
Οι ορφανές ψυχές των Χριστουγέννων. Οι μικροί Χριστοί χωρίς άστρο. Οι πόλεμοι. Κανονικοί και εμφύλιοι. «Δεκέμβρης του ’44 / με μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ / η μάνα μου ετοιμόγεννη / γυρίζει ο θανατάς…» (Σαββόπουλος). «Τότε (τον Δεκέμβρη του 1944) ζήσαμε τον πόλεμο. Μιλούσα με τη Νότα στο ταρατσάκι (περιοχή Κεραμεικός) κατέβαζε τα ρούχα και τη βλέπω να σωριάζεται. Τρύπα στον πνεύμονα από αδέσποτη σφαίρα. Την έκοψε ένας γείτονας στον ώμο, την πήγε στην Πολυκλινική, της κάναν πνευμοθώρακα. Έγινε καλά, μα πέρασαν δυο χρόνια. Το πολυβολείο των ανταρτών ήταν στην ταράτσα μας» (η μάνα μου μιλά). Πονάνε κι άλλα Δεκεμβριανά, πιο πρόσφατα, εκεί που σκότωσαν τ’ αγοράκι με τ’ όμορφο πρόσωπο και κάηκε η Αθήνα και φάνηκε ο εμφύλιος να βαστά ρίζες, το 2008.
-Ποια δέντρα, ποια στολίδια θυμάσαι;
Είχαμε δέντρο ψεύτικο στην αρχή. Με μια φάτνη από παπιέ μασέ ενσωματωμένη σ’ ένα σπήλαιο που είχε φτιάξει ο πατέρας από φελιζόλ. Ό,τι δέντρο κι αν φτιάξαμε, αυτή ήταν η βάση. Ξεχωρίζω μια φορά που κλαδεύοντας τη μουριά της αυλής μείναν λίγα φύλλα επάνω στα κλαδέματα που τα έβαψε ασημένια ο πατέρας και κρέμασε γαλανές, πράσινες και ασημένιες μπάλες. Τότε ήταν από φυσητό γυαλί. Α, και «βροχή». Πόσο την αγαπούσε. Το μόνο φως, αυτό πίσω από την ημιδιάφανη φάτνη. Πολύ ξεσηκώνει αυτή η ερώτηση. Σταματώ εδώ και θα σ’ τα πω όλα όταν πλησιάζουν οι μέρες αν το επιθυμείς.
-Πώς τον ζωγραφίζεις σήμερα;
Ποιητής είναι ή ζωγράφος. Σοβαρός και παιγνιώδης. Φορά γυαλιά ή έχει λίγο σκαμμένο το πρόσωπο. Παλτό μαύρο, σκούρο πουκάμισο. Τα χέρια του δουλεμένα. Γραφομηχανή ή καβαλέτο. Ή και τα δυο. Στο βάζο αβιόλες. Θέλει άλλαγμα το νερό. Το δωμάτιό του μυρίζει καπνό, μανταρίνι και λεμόνι. Το κρασί του κατακόκκινο, μαύρο. Στην δερμάτινη τσάντα από το Μοναστηράκι, τυλιγμένα λίγα δώρα, σαν σωθούν παίρνει άλλα, να μην ξεμένει, όλο και κάποιον θα συναντήσει, ακόμη και στον δρόμο. Το φαγητό του στιβαρό και ζεστό. Ας πούμε τραχανάς και κάστανα ψητά. Και τη βραδιά των Χριστουγέννων την περνά μόνος το πιο πολύ, ακόμη κι όταν είναι με συντροφιά.
------------------------------
Αναρτήθηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα presspublica.gr την 1η Δεκεμβρίου 2015