Ονόματα, ιστορίες που ήξερα, άλλες που βάλθηκα να φαντάζομαι, εκείνες που αποκάλυπτε η αφήγηση του πίνακα, κι αυτές που τις έκρυβε παιχνιδιάρικα υπαγορεύοντάς μου να αναζητήσω τη συνέχεια και να γνωρίσω το τέλος αργότερα, σε κατ’ οίκον ενασχόληση.
Και σε λίγο ξέχασα τις ιστορίες, τους έρωτες και τα πάθη, τις χαρές και τους θρήνους και παρασύρθηκα στα ωραία μονοπάτια της «γραφής» με τη χαρά μικρού παιδιού που του χαρίζεται ο άγνωστος κόσμος: ένα χελιδόνι που κρατά στη φτερούγα του μια μαργαρίτα, κόκκινη κλωστή δεμένη... στο χέρι ενός κοριτσιού που εμπιστεύεται το κουβάρι της παιχνίδι στα ψάρια· ένας νιούτσικος ναύτης που ποιος ξέρει τι έρωτες έχει να ταξιδέψει με τα κουπιά του· ένα ποτήρι κρασί, δυο χρυσόψαρα, ένα ελάφι, τα άλογα, ένα μισό φεγγάρι, το φλυτζάνι του αχνιστού καφέ· ρόδα και λιόκλαδα, κισσός και καλαμιές, ένα ολόγιομο φεγγάρι· το αεράκι που επιλεκτικά διαλέγει ποια δέντρα θα χαϊδολογήσει· ο ταύρος, τα φτεράκια των πολλών ερώτων· ένα σπιτάκι όμοιο με αυτό που σχεδιάζαμε παιδιά μόνο που από την καμινάδα του φαίνεται να «θρώσκει άνω» αντί για τον καπνό, ένα δέντρο· ένα αλογάκι από τα παιδικά μας παιχνίδια, το σχοινάκι μας και η πολύχρωμη μπάλα μας, εκείνη που φτιάχναμε με τα παλιά κουρέλια της γιαγιάς· και ο αιώνιος Οδυσσέας δίπλα σε μια Ναυσικά που την ονειρεύεται, γιατί η ίδια πρόλαβε κιόλας και τον ερωτεύτηκε πριν καν την αντικρύσει· ελιές, ρόιδα, φράουλες, σταφύλια, σύκα, κεράσια, καρπούζι κι ολόλαμπρος ο ήλιος, ένα αστεράκι, η μέρα και η νύχτα· μια σβούρα, ένα σπουργίτι, ένας μικρός πήγασος, τα φτερά του παγωνιού και ένα ψάρι μέσα στο ναυτικό καπέλο· κι αυτοί οι ναύτες, έτσι αναποδογυρισμένοι που θα τους ζήλευε και ο Σαγκάλ, για πού ετοιμάζονται να σαλπάρουν και να αφήσουν όλες τις ηδονές της στεριάς; Για πού τό ‘βαλαν και περιφρονούν τον δείπνο; Μια δημιουργική γραφή που ανασυνθέτει εκφάνσεις της ελληνικής ζωής και παράδοσης.
Και το τραπέζι με λινόν ευωδιασμένο εστρώθη,
απάνω του οι χλωροί καρποί, απάνω κι η κερύθρα,
κι η ελιά γλυκιά στα στόματα, καθώς το φως στα μάτια.
Άγγελος Σικελιανός, «Ο Δείπνος»
Μαυλιστικιά η μολυβένια γραμμή τα καταφέρνει να σε παρασύρει· να δεις τ’ αχνάρια της που συνομιλούν με τον Γιώργο Μπουζιάνη και την αγαπημένη του μαθήτρια την Κούλα Μαραγκοπούλου. Να εδώ ξεχάστηκε στην αυτάρκειά της η γραμμή κι άφησε τον κύκλο ανολοκλήρωτο, κι εδώ πειραματίστηκε· λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, λίγο στη μέση – ας μείνουν όλες οι εκδοχές κι ας χαρούν τη μεταξύ τους δημιουργική συνομιλία. Κι αυτό το κλαδάκι που έμεινε χωρίς χρώμα και ξεφύτρωσε μέσα από το γαλάζιο της θάλασσας. Και τα ρόιδα μαζί με μια αρχαϊκή κόρη που, αυτάρκη και τα δυο, δεν επιζητούν το χρώμα, όπως και τα νεύρα ενός φύλλου και η σκιά που επιδιώκουν να αφήσουν τα πατήματα ανθρώπων και πραγμάτων.
Κι αυτές οι «γρατζουνιές» που προήλθαν από την αποκάλυψη μιας μινωικής τοιχογραφίας, αφού αφαιρέθηκε η επικάλυψη του ασβέστη με βιάση σε ορισμένα σημεία. Η τοιχογραφία που θεωρούμε ότι απεικονίζει τη χαρά της ζωής και του έρωτα, την πρωτοκαθεδρία της ιέρειας-γυναίκας. Αλλά ποιος πράγματι ξέρει τι συντελείται στα κατάβαθα αυτών των ανδρών, αυτών των κοριτσιών κι αυτών ακόμη των μικρών ερώτων;
Μια επίπεδη, διάφανη στα χρώματά της, ζωγραφική που δεν κρύβει τις αγωνίες της και τα μολυβένια αποτυπώματα της γραφής της. Μια διαυγής ζωγραφική που σου επιτρέπει από την επιφάνεια να προσεγγίσεις το βάθος – εκεί που σμίγουν οι έρωτες κι ο θάνατος, οι λύπες και οι χαρές, τα δάκρυα και τα χαμόγελα, η κοινή μοίρα του ανθρώπου. Κι ας ζωγραφίζει η Φωτεινή τον θεό Έρωτα και τον έρον που εμφυσεί, προσφέροντάς μας –κι ας είναι για μια στιγμή– κάτι από τη θεία του υπόσταση.
Κατά την έξοδο από την «Γκαλερί 7» στο πολύβουο ανοιξιάτικο μεσημεριανό της οδού Σόλωνος, συνειδητοποίησα ότι η οικειότητα που ένιωσα ευθύς εξαρχής στον εκθεσιακό χώρο δεν ήταν τόσο από τα χαμόγελα, όσο από τη ζεστή αύρα των ερώτων. Ακόμη κι εκείνων που είχαν δυσάρεστο τέλος, αφού με υποδέχτηκαν με την αισιόδοξη αρχή της περιπέτειάς τους κι όχι με το τραγικό τους τέλος.
Η συνεύρεση έργων και ανθρώπων απέπνεε αυθεντικότητα και ειλικρίνεια. Ο τρόπος με τον οποίο διάβασε η Αργυρώ Κωνσταντάκη το απόσπασμα από το Συμπόσιον του Πλάτωνα, με το χρώμα της κουβέντας που θα ταίριαζε σε ένα πραγματικό συμπόσιο, σε μια καλοπροαίρετη συζήτηση μεταξύ φίλων: «Πράγματι το ότι ειν’ εξαιρετικώς αρχαίος ο θεός, αυτό είναι τιμή μεγάλη [...] γονείς του Έρωτος ούτε υπάρχουν ούτ’ αναφέρονται από κανένα, πεζογράφον ή ποιητήν. Αντιθέτως ο μεν Ησίοδος λέγει, ότι κατά πρώτον υπήρξε το Χάος, ύστερα πάλι η Μάννα Γη με τα πλατιά τα στήθια ατράνταχτο θεμέλιωμα κι αιώνιο της πλάσης κι ο Έρως» (Φαίδρου λόγος στη μετάφραση του Ιωάννου Συκουτρή).
Συμπότης και το κείμενο της Αργυρώς που απέδωσε θεατρικά ο Νίκος Αϊβαλής, αλλά στα όρια που επέβαλε ο χώρος, με τρόπο, δηλαδή, που πρωταγωνιστής να εξακολουθούν να είναι οι πίνακες.
Μετά η παρουσία της ίδιας της Φωτεινής. Όχι πως αναμετριέται το έργο με τη φυσική παρουσία του καλλιτέχνη, αλλά η Φωτεινή είναι ένας άνθρωπος που χαίρεσαι να γνωρίσεις, επειδή δεν προσπαθεί ούτε να δείξει ούτε να πείσει για κάτι που δεν είναι. Τη διακρίνει η αγωνία του έργου της, όχι όμως και η αγωνία της επιβολής της παρουσίας του ή της παρουσίας της με τα συνήθη μέσα προβολής. Υπάρχει μια ευπρέπεια και μια αξιοπρέπεια που καθίσταται ανακουφιστική και καλοδεχούμενη.
Άφησα την «Γκαλερί 7» για τον «Ιανό»: Έρος μυθόπλοκος: 52 αφηγήματα ελληνικών μύθων για τον έρωτα, το βιβλίο που συνοδεύει την έκθεση. Το ξεφυλλίζω και απολαμβάνω τα σχέδια με το μολύβι που λες και έγιναν αβίαστα, με μια συνεχή γραμμή που δεν σταμάτησε για ν’ ανασάνει – σε μια εκπνοή με εκείνο το «αχ» της ερωτικής χαρμολύπης που μοιάζει να χαράσσει η γραμμή της Φωτεινής.
Και μετά σκαλώνω στα ονόματα, κατάλογοι λέξεων που από μόνες τους συνθέτουν μια μελωδία ή ένα ποίημα: Ζέφυρος, Χλωρίς και Ίρις· Δίας, Λητώ και Αστερία· Απόλλων, Ίσχυς και Αίγλη. Πενήντα δύο ιστορίες χωρισμένες ανά δεκατρείς ακριβοδίκαια στις τέσσερις εποχές με πρώτη την Άνοιξη. «Άνοιξη, Θέρος, Φθινόπωρο, Χειμώνας» ζωγραφίζει (1969) και ο Γιάννης Τσαρούχης. Ένα εννιάτομο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων μάς έχει χαρίσει και ο Γιάννης Ρίτσος.
Η Φωτεινή έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο, ακόμη και όταν δεν είναι στις προθέσεις της, να μας κοινωνεί με την παράδοση. Από εκείνον τον πρώτο έρωτα που έβαλε μια τάξη στο χάος έως τα δικά της νεαρά παιδιά που ερωτεύονται με τα μακό φανελάκια και που ζωγραφίζονται στον απόηχο όλων των φωνών που ανακαλεί η βαθυστόχαστη μαθητεία της και η μυθοπλόκα ματιά της.
Γεωργία Κακούρου-Χρόνη
--------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στο diastixo.gr, Κατηγορία: ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, την Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016
Ω, γλυκύ μου εαρ, ιδού ο Νυμφίος - Φωτεινή Στεφανίδη
Συναντήσεις με τον πίνακα «Ιδού ο Νυμφίος» του Νικολάου Γύζη κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 28×26 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
«Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Από την προηγούμενη στριφογύριζα στο κρεβάτι. Περίμενα. Τι είναι πινακοθήκη δεν είχα καταλάβει ακριβώς, και μάλιστα «Εθνική Πινακοθήκη», όπως την έλεγε ο πατέρας.
Την άλλη το πρωί, μύριζαν οι νεραντζιές και οι αγριοπασχαλιές όταν περπατούσαμε από το σπίτι προς τον σταθμό οι δυο μας. Χτυπούσαν και οι καμπάνες αργά, ήταν μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα του 1977, μάλλον Μεγάλη Τετάρτη. Αφού μπήκαμε στον ηλεκτρικό και πήραμε μετά γκρίζο ταξί από την Ομόνοια, φτάσαμε.
Αγριοπασχαλιά και άνθη νεραντζιάς, Ν. Ηράκλειο, Απρίλιος 2016
Φαρδιά τα σκαλοπάτια, όλα καινούργια, παντού μάρμαρο. Και μέσα σ’ αυτή την απλότητα που όλα ήταν ουδέτερα πλην καλοφτιαγμένα και με λιτή τάξη που ίσως πρώτη φορά ένιωθα στα δεκαπέντε μου, το αντικρίζω. Ήταν από τα πρώτα, και τα έσβησε όλα, σαν να μην είδα τίποτε άλλο τη μέρα εκείνη. Μου φάνηκε τεράστιο, ήταν, είναι, δυο μέτρα επί δύο μέτρα. Με ένα φως, ίδιο με εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές των λουλουδιών. Με το πιο θεσπέσιο κόκκινο που ίσως, ναι, δεν ξαναείδα, με τις λεπτές αέρινες πινελιές, που έδιναν μορφή σε κάτι αγγέλους ανείπωτους, κι αυτές, οι πινελιές, είχαν ένα τρυφερό ανάγλυφο, σαν τα πέταλα απ’ τα νεραντζολούλουδα που ήταν σπαρμένα στον δρόμο για τον σταθμό του ηλεκτρικού. Κι ανέδυε ο πίνακας μια ευωδιά, ίσως την ίδια. Και ο τίτλος κάπου ακούστηκε: «Ιδού ο Νυμφίος».
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», λάδι σε πανί, 200×200 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Τότε δεν είχα καταλάβει τίποτε που να λέγεται με λέξεις. Μετά την πινακοθήκη, κατηφορίσαμε με τα πόδια στο ατελιέ της οδού Μαυρομιχάλη, ο πατέρας κάτι είχε να τελειώσει, κι εγώ από κοντά.
Περνούν λίγα χρόνια και μια Μεγάλη Παρασκευή τώρα, μην μπαίνοντας στο παλιό εκκλησάκι της Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι, αλλά περιμένοντας για λίγο έξω -με το ποδήλατο και το κερί στα χέρια- τον Επιτάφιο να βγει, το ξαναείδα· από το μικρό τετράγωνο παραθυράκι ετούτη τη φορά, το πλαισιωμένο με τ’ αρχαίο μάρμαρο -λιτότητα κι εδώ- όχι μεγαλύτερο από τριάντα επί σαράντα εκατοστά του μέτρου. Δεν ήταν ζωγραφιστό αλλά σπαρταριστό μπροστά στα μάτια μου. Το υπερευαίσθητο κόκκινο, το φως, και γύρω γύρω το μαύρο εκείνο, το ζωντανό μαύρο που γινόταν μπλε. Και πάλι νεραντζολούλουδα καμωμένα στην νέα εικόνα από το τζάμι το ανάγλυφο στο χρώμα του μελιού, και γύρω η ευωδιά τους και μέσα, παντού. «Ω, γλυκύ μου έαρ» τούτη τη φορά, και βγαίνει ο Επιτάφιος, και σαν να βγήκε μέσα από τον πίνακα-παράθυρο-λουλούδι. Και οι κοντούλες νεραντζιές, φορτωμένες ανθό και κάτω το μυρωμένο ανάγλυφο χαλί.
Η αίσθηση από το παραθυράκι της Νεραντζιώτισσας. Για την φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε εικόνα του «Νυμφίου» από την έκδοση «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος» και άνθη νεραντζιάς
Κι άλλη μια εμφάνιση· στην Ύδρα, περίπου το 1985. Χωρίς σχεδόν πειράγματα και γέλια -ο Επιτάφιος θα ‘βγαινε σε δυο ώρες- και ξέρουμε, σ’ αυτό το νησί, στα Καμίνια με το μικρό τους λιμανάκι, δεν βγαίνει ακριβώς, αλλά μπαίνει μέσα στη θάλασσα. Στεκόμαστε πέντε-έξι ζωγραφάκια στα βράχια με το κεριά μας αναμμένα και περιμένουμε να τον δούμε από ψηλά.
Και, να τος… ο πίνακας του Γύζη, απεριορίστων διαστάσεων τώρα -η θάλασσα η ίδια. Στο κέντρο ο επιτάφιος με το ανείπωτο κόκκινο, το φτιαγμένο από τις λάμψεις, από το «Ω, γλυκύ μου έαρ», από τα βρεγμένα άμφια των νεαρών αγοριών. Γύρω γύρω στραφταλίζουν τα νερά/νερα-ντζολούλουδα (σπαρμένο χρυσολούλουδα το πέλαγο λιβάδι – Β. Ρώτας). Και φεύγοντας όλοι, στο νερό, στον πίνακα, μένουν πέταλα πραγματικά, του στολισμού· βιολέτες και λεμονιάς ανθάκια και ρόδα. Και ευωδιάζει. Περνά ο κόσμος με τα κεράκια αναμμένα, πάμε κι εμείς για τη σχολή τελευταίοι. Εκεί ο πίνακας σχεδόν με επισκέπτεται και αρχίζει η σύνδεση.
Η αίσθηση από την είσοδο του Επιταφίου στη θάλασσα στα Καμίνια της Ύδρας. Για την φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε εικόνα προσχεδίου του «Νυμφίου» από την έκδοση «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος» και άνθη νεραντζιάς
Από τότε ήρθε και με βρήκε κι άλλες φορές που δεν χωρούν σε αυτό το γραπτό. Και έρχεται πάντοτε εκεί που δεν τον περιμένω. Αν και θα ‘πρεπε, γιατί εμφανίζεται μόνο ή σχεδόν μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Καρδιά ρόδου τον φετινό Απρίλη (2016)
Μνήμη του πατέρα, Ραφήνα, 2011
Και τώρα, το βιβλίο. Αυτό το τεράστιου σχήματος βιβλίο, που το βρήκα τυχαία -έτος 1992- ψάχνοντας δώρα για το Πάσχα σε βιβλιοπωλείο της οδού Μαυρομιχάλη και το αγόρασα χωρίς λεπτό καθυστέρησης πια, μετά από δεκαπέντε χρόνια που πρωτοείδα στην πινακοθήκη το έργο του Γύζη. Τεράστιο σε μέγεθος το βιβλίο, μικρό σε σελίδες. Τεράστιο σε περιεχόμενο, λεπτό σε πάχος και συναίσθημα. Λεπτεπίλεπτο. Μαρίνου Καλλιγά: «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος, 1842-1901», ο τίτλος του. Από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, έκδοση του 1980, επιμελημένη καλλιτεχνικά από τον Γιώργη Βαρλάμο. Έχει αφιερωμένες στον «Νυμφίο» έξι από τις σαράντα τέσσερις τεράστιες (35×40 εκ.) σελίδες του, με επτά σπουδές και το τελικό έργο, σύνολο οκτώ εικόνες.
Μία μία αποκαλύπτουν. Κάθε μία διαφορετική, μα με τον ίδιο άυλο, αέρινο προορισμό του κόκκινου που κόκκινο δεν είναι, του μπλε που μπλε δεν είναι ούτε μαύρο, των λεπτότατων λευκών στοιχείων που λευκά δεν είναι, είναι άγγελοι, και είναι και πέταλα νεραντζολούλουδων των βημάτων της εφηβείας πλάι στον πατέρα, και είναι και στήμονες από καρδιά λουλουδιού.
Μαρίνου Καλλιγά, «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος, 1842-1901», ΜΙΕΤ 1980, το εξώφυλλο που επιμελήθηκε ο Γ. Βαρλάμος
Μαρίνου Καλλιγά, «Νικόλας Γύζης, ο άγνωστος, 1842-1901», ΜΙΕΤ 1980, εσωτερικές σελίδες με κάποια από τα προσχέδια του «Νυμφίου»
Αφήνω τις εικόνες (πίνακα και όλες τις σπουδές, μία-μία) να πούνε όλα όσα δεν λέγονται, και είναι τα περισσότερα.
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 84×60 εκ., Ιδιωτική συλλογή, Μόναχo
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, κρητιδογραφία σε χαρτί, 41×28 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 27×27 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 26×26 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 27×28 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Νικολάου Γύζη, «Ιδού ο Νυμφίος», σπουδή, λάδι σε πανί, 20×20 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα
Ωστόσο, η ευωδιά του ανθού της νεραντζιάς, η Μεγάλη Εβδομάδα μαζί με το «Ιδού ο Νυμφίος» της Μεγάλης Δευτέρας, το «Ω, γλυκύ μου έαρ» της Μεγάλης Παρασκευής, και το ομώνυμο έργο του Νικολάου Γύζη, αισθάνομαι ότι είναι ένα· μήπως να το πούμε «η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω»;
Σημ.: Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το σημείωμα είναι προσωπικές λήψεις. Γι’ αυτές που αφορούν τα έργα χρησιμοποιήθηκε η έκδοση που αναφέρεται στο κείμενο.
-----------------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην presspublica.gr στην στήλη ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΓΑ, την Μ. Τετάρτη, 26 Απριλίου 2016
------------------------------
Μαγιάτικα - Φωτεινή Στεφανίδη
Ο πρώτος από τους μήνες που μένει δίχως ρο και αφήνει το κρασί να δροσίζεται μέχρι και τον ηλιοκαμένο Αύγουστο.
Πασπαλισμένος απ' την τρελή τριανταφυλλιά, αυτήν τη ροδαλή που νομίζεις ότι είναι ψεύτικο το άρωμά της και σκαρφαλώνει και ανθίζει απότιστη στα ακατοίκητα. Αυτός που μπουμπουκιάζει τη ροζ άγρια πικροδάφνη στις ρεματιές ή εκεί που ήταν κάποτε ρεματιές και επιμένει. Που φέρνει τον γάβρο στη λαϊκή να γυαλίζει πεντανόστιμος και να ψήνεται στο αλάτι. Τα κεράσια που φέρνει -με τι λαχτάρα- τα πρώτα, τραγανά στα δόντια. Τα βερύκοκα, να, επιτέλους ξεκολλά το κουκούτσι τους. Και φυλάει ημερομηνίες, τραγουδάει και φλέγεται. «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», ο Γιάννης Ρίτσος γεννημένος ανήμερα Πρωτομαγιά. Το Σικάγο, ποτέ δεν το κατάλαβα, αλλά μαζί με τον πατέρα στο Πεδίον του Αρεως, τι ζέστη, μετά στο Λαύριο για ούζο, γιατί στο Λαύριο; «Πρώτη Μαΐου... και στη Βαστίλη...» αργότερα. Του '68 τα ανείπωτα. Πόλης γενέθλιο και άλωση, «πήραν την Πόλη, πήραν τη». Αχ, βρε Μάιε που κοιμίζεις του Ρήγα το παιδί όλο το χρόνο με το χελιδόνι σου, το καταδικό σου χελιδόνι, Απριλομάη.
Και οι μέρες του μαρκαρισμένες ανεξίτηλα. Ψηλό σκαλοπάτι. Μετράει τα χρόνια με τα στεφάνια ή και με την έλλειψή τους. Με τα χρώματα και τα λουλούδια τους. Με το μοναχικό λουλούδι στο χέρι. Το κλαράκι που λυγίζει μα δεν σπάει -δεν είχε προλάβει να ξεραθεί. Γαντζωμένος στο πράσινο το χρώμα -και αν το χάνει δεν το αφήνει- με την ώχρα να έρχεται τρεχάτη. Πόσα χρόνια για να έρθει η οικειότητα αυτής της μίξης. Πράσινο τσιμέντου με ώχρα, πρώτοι άσπονδοι φίλοι στην παλέτα, γείτονες και στο Μηνολόγιο. «Πρωτομαγιά με το σουγιά».
Συννεφιασμένη μέρα με ψιλόβροχο του 1989, κι άκουσα πρώτη φορά το όνομα του Χρήστου Μπουλώτη. Στην Πάδοβα της Ιταλίας λέγαν πως πήρε πανευρωπαϊκό βραβείο για την πρώτη παραμυθένια του ιστορία. Αγόρασα το βιβλίο, το διάβασα κι απόμεινα. Η ιστορία ήταν παράξενη σαν την αγάπη του τίτλου της, πρωτόφαντη, καθώς και ο τρόπος που ήταν γραμμένη. Αργότερα έμαθα από τον ίδιο τον Χρήστο πως το ψιλόβροχο είναι ο αγαπημένος του καιρός. Και μια τέτοια μέρα πάλι, με ανοιξιάτικο ψιλόβροχο τούτη τη φορά, αφού είχαμε γνωριστεί χρόνια πολλά και είχαμε φτιάξει μαζί σωρό τα βιβλία, δέχομαι τηλεφώνημά του και πρόταση για εκ νέου εικονογράφηση και σχεδιασμό του συναρπαστικού (δικό μου το επίθετο) κειμένου στην ανανεωμένη του έκδοση.
Άρχισα να σχεδιάζω άλογα. Αγκάλιαζα λεύκες. Παρατηρούσα και τα δυο πολύ τις πρώτες μέρες. Λίγο (;) μου χρησίμεψαν αυτές οι παρατηρήσεις. Το ενδιαφέρον άρχισε όταν, δειλά, στην πρώτη εικόνα καταγράφηκε υπερφυσικό συμβάν. Στην τελευταία νόμισα μάλιστα ότι είχε γίνει η υπέρβαση. Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου απλώς. Αυτή η ιστορία είναι σαν λουλούδι χιλιόφυλλο. Όσο και να την προεκτείνει κανείς δεν σταματά, αυξάνει και εξαϋλώνεται. Σαν τέλειωσα, ήθελα να δουλέψω κι άλλο, δεν πρέπει να μου έχει ξανασυμβεί με άλλο βιβλίο (έχει γίνει, ναι. Στο Για σένα, πουλί μου, του Χρήστου πάλι).
Και πιάστηκα από το μικρό βιβλιαράκι που πλανιέται εδώ κι εκεί στην εικονογράφηση. Που αυτόματα μπήκε σαν στοιχείο για να υπογραμμίσει το αρχέγονο της παράξενης ιστορίας (προσωποποίηση του φεγγαριού, της λεύκας-νύμφης, του σύννεφου, των λουλουδιών). Το κατασκεύασα, λοιπόν, κάνοντας σαράντα περίπου σχέδια και δένοντάς το όπως μπορούσα. Το ότι τα σχέδια μίκρυναν, οδήγησε σε αφαίρεση που βρήκε χώρο στην κεραμική. Άλλα απρόβλεπτα εκεί. Τα οξείδια και ιδιαίτερα ο χαλκός που χρησιμοποιούνται για τον χρωματισμό –όλο εκπλήξεις με τις αλλαγές των χρωμάτων κατά το ψήσιμο– χάραξαν δρόμο, γυάλισαν κι άλλο τα φύλλα της Λεύκας και εικαστικά οδηγήθηκα σε ιδεογράμματα. Ένα διπλό Υ για τη Λεύκα, ένα Π με ασύμμετρο στέγαστρο για το Άλογο, ΥΠό τον Έρωτα και τα δυο τους.
Η αφαίρεση ζητά ανάλυση εκ νέου, και ήρθαν οι πίνακες. Τι κάνουν Άλογο και Λεύκα στην καθημερινότητά τους; Πόσο ψηλά μπορούν να γίνουν τα πόδια του Αλόγου; Βγάζουν και φύλλα σιγά σιγά. Ως πού μπορεί να λυγίσει τη μέση της η Λεύκα; Αποκτά κι ανατομία αλόγου. Κι αυτοί οι υπερβατικοί περίπατοι, ας ξεκαθαρίσουν, ας φτάσουν μέχρι το ξερίζωμα, και η ζωή πια της Λεύκας ας μην εξαρτάται από τη Γη, αλλά από τον Έρωτα. Και συναντήσεις, πολλές! Με ήρωες κλασικούς, αλλά και παλιότερους του Χρήστου Μπουλώτη. Και με της δικής μου καθημερινότητας τους ήρωες. Και “Πολύ αργότερα” με πέταγμα του ζεύγους ως τη χιλιοπαραμυθού λαλά Μύκονο που ευωδιάζει αβιόλα και μυζήθρα για φιλικό αντάμωμα με τον άλλο παραμυθά, τον Παναγιώτη Κουσαθανά στο χωριουλάκι του της Λαγκάδας και στον Πιατ’-Γιαλό.
Και τώρα έρχεται ξανά στο νου η φράση του Σαίξπηρ που στέγασε το γενναιόδωρο σημείωμα του Παναγιώτη στον κατάλογο της έκθεσης: «Speak low if you speak love». Κι αυτός ο ψίθυρος αναγκάζει τη Λεύκα να ξεφύγει και να κολυμπά στο Αιγαίο, επιβεβαιώνοντας τη χιλιόφυλλη ιστορία και βάζοντας καινούργιο χαρτί στο καβαλέτο.
----------------------------------------------------
Αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr την 16η Δεκεμβρίου 2012
ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ
Δραπετεύοντας από τις σελίδες του βιβλίου που την έπλασαν, «Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας» καταφεύγει στον ζωγραφικό καμβά, για να διηγηθεί ξανά την ιστορία της με παραμυθένιες εικόνες.
Η ζωγράφος - εικονογράφος Φωτεινή Στεφανίδη εμπνέεται από το αγαπημένο παιδικό βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη, «Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας», για να δημιουργήσει την ομότιτλη ατομική της έκθεση, που εγκαινιάζεται στον χώρο τέχνης «24», σήμερα Τρίτη 11 Δεκεμβρίου, στις 8 το βράδυ.
Η καλλιτέχνις ανασυνθέτει εικαστικά τον προσφιλή μύθο αυτής της παράξενης αγάπης με την πλήρη σειρά των εικόνων, που κοσμούν το ομώνυμο βιβλίο στη νέα του μορφή, με έργα μεγαλύτερων διαστάσεων, συλλεκτικό βιβλίο - αντικείμενο, πήλινες πλάκες και πιατέλες καθημερινής χρήσης, όπου ζωγραφισμένες λεύκες και άλογα συνδιαλέγονται απροσδόκητα.
Σαν νεράιδα του χρωστήρα
Ο αρχαιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου, Χρήστος Μπουλώτης, αναφέρει: «Η μακροχρόνια στενή συνεργασία μου με την ζωγράφο και εικονογράφο Φωτεινή Στεφανίδη είναι πράξη αμφίδρομα εξαγνιστική. Εκείνη είναι η μάγισσα και, συνάμα, η νεράιδα του χρωστήρα, που ξέρει να ταξιδεύει τον λόγο μου πολύ πιο πέρα, από όσο στοχεύω εγώ».
Έρως αφύσικος δεν υπάρχει
Ο συγγραφέας Παναγιώτης Κουσαθανάς σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης: «Διότι, ως γνωστόν, Έρως αφύσικος δεν υπάρχει. Ο γάτος ερωτεύεται ένα ψάρι και η λεύκα ερωτοχτυπιέται με ένα άλογο. Ο σπόρος του Έρωτος ανθοβολεί στο χώμα και στον βράχο, στον κάμπο και στην έρημο, Και πάντοτε μοσκοβολά σαν το κρινάκι της νάμμος, λίγο πριν το χιμόπωρο, σαν την αβιόλα και το μανταρίνι στις μεγάλες σκόλες του χειμώνα, Γι' αυτό "speak low if you speak love".
Με αυτό το απόσπασμα από αδημοσίευτο διήγημά μου, θέλησα να συντροφέψω τη Φωτεινή σε ετούτη την έκθεση, που ξεκινά από την εικονογράφησή της για τον - πασίγνωστο στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας - μύθο της «παράξενης αγάπης του αλόγου και της λεύκας» του Χρήστου Μπουλώτη.
Εδώ, η Φωτεινή προεκτείνει και ζωντανεύει τις εικόνες του βιβλίου σε ζωγραφικούς πίνακες, ιστορημένα αντικείμενα από πηλό, χαρτί ή και ύφασμα, τα δε σχέδια και χρώματά της προχωρούν βήματα μπροστά με αξιοσημείωτη ευαισθησία και τόλμη. Αν και, όπως αρμόζει κατά τη συμβουλή του Σαίξπηρ, "μιλούν σιγανόφωνα για την αγάπη", συγχρόνως βροντοφωνάζουν με τόση δύναμη, ώστε και ο πλέον βαρήκοος να ακούσει, ο τυφλός να αναβλέψει...».
----------------------------------
Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική"την 11η Δεκεμβρίου 2012
ΛΑΜΨΗ, ΦΩΣ, ΖΩΝΤΑΝΙΑ
γράφει η Ηλιάνα Μόρτογλου
Ζωγραφική, χαρακτική, σχεδιασμός βιβλίου και εικονογράφηση. Μεγάλες αγάπες, που συντροφεύουν τη Φωτεινή Στεφανίδη στην εικαστική της διαδρομή. Μια διαδρομή που διακρίνεται από συνέπεια, γνώση, αφοσίωση, αγάπη, φαντασία και πολλή δουλειά. Τριάντα περίπου έργα ζωγραφικής παρουσιάζει αυτές τις μέρες η σημαντική μας δημιουργός στην γκαλερί «Χρυσόθεμις» (25ης Μαρτίου 20, Χαλάνδρι). Δουλεμένα με την τεχνική της αβγοτέμπερας «ντύνουν» εικαστικά, σημαντικά κείμενα. Παράλληλα, εκτίθεται και ένα αυτόνομο, μεγάλων διαστάσεων έργο, το οποίο ακολουθεί, ως προς το ύφος και την τεχνική, τις παρουσιαζόμενες ενότητες.
Στην τωρινή έκθεση, η αρχή της ζωγραφικής περιπλάνησης, ξεκινά λίγα χρόνια πριν, με αντιπροσωπευτικά έργα από τον ερωτικό λόγο: Επιλογή από τα λευκώματα «Σαπφώ» και «Του Ποιητή και της Ζωγράφου Έρωτας και Πολιτεία» του Χρήστου Μπουλώτη.
Ακολουθούν εννέα αβγοτέμπερες μεικτής τεχνικής, από την ενότητα «Χωρίς σκιά». Εργα που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται. Αυτές οι δημιουργίες συμπεριλαμβάνονται σε «ένα πολύ ειδικό βιβλίο - αντικείμενο». Στην έκδοση αυτή, μικρό κείμενο της Φ. Στεφανίδη παντρεύεται με τα έργα, κάποια από αυτά τριών διαστάσεων, όλα αβγοτέμπερες πάνω σε απροετοίμαστα ξύλα που βρίσκουμε στις παραλίες, σε κεραμίδι κ.ά. Μια πρωτότυπη έκδοση, ως προς το σχήμα και τον τρόπο παρουσίασης: μία διπλωμένη φρίζα μέσα σε μια θήκη εντός της οποίας ξετυλίγεται.
Η πιο «φρέσκια» χρονικά δουλειά που παρουσιάζει η Φ. Στεφανίδη στην γκαλερί «Χρυσόθεμις», είναι τα έργα από το παραμύθι «Ερως και Ψυχή» του Απουλήιου, το οποίο αποτελεί διήγηση μέσα σε μια άλλη. Αυτή η μεγαλύτερη διήγηση είναι το μυθιστόρημα «Ο χρυσός γάιδαρος» ή «Οι μεταμορφώσεις», που έγραψε ο Ρωμαίος συγγραφέας, ρήτορας και φιλόσοφος Απουλήιος, γύρω στα 161 μ.Χ. Στο βιβλίο, το οποίο θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό «Στεφανίδη», οι πέντε αβγοτέμπερες - δουλεμένες το καλοκαίρι που μας πέρασε - δίνουν το δικό τους «χρώμα» σ' ένα κείμενο «συγκλονιστικό, που με άξονα τον έρωτα, περιγράφει τον αγώνα μιας γυναίκας για ζωή». Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στη Ζωή Βαλάση
Ολα τα παρουσιαζόμενα έργα είναι αβγοτέμπερες, υλικό που συγκεντρώνει την προτίμηση της δημιουργού τα τελευταία δέκα χρόνια. «Η σχέση μου με την αβγοτέμπερα είναι σαν εκείνη που έχει ένας μουσικός με ένα μουσικό όργανο. Δηλαδή, ασχολείται με τη μουσική γενικά και κάποια στιγμή επιλέγει ένα όργανο και δίνεται σ' αυτό. Κάνω και άλλες τεχνικές, αλλά ο κορμός, η βάση, είναι η αβγοτέμπερα», μια απλή τεχνική με απεριόριστες δυνατότητες, που έχει σαν βάση της το αβγό, τη σκόνη χρώματος και το νερό. «Μετά μιλούν οι αισθήσεις... Δε βγαίνει ίδια σε κανέναν συνάδελφο. Εχει σημασία η αλλαγή στις αναλογίες, η κίνηση της πινελιάς, και ετσι το αποτέλεσμα είναι πολύ προσωπικό».
«Η αβγοτέμπερα αντέχει πολύ στο χρόνο. Παράδειγμα χαρακτηριστικό, είναι τα επιζωγραφισμένα φρέσκο της Πομπηίας, που, ενώ η βάση ήταν φρέσκο, το πουλάκι, ή το κόσμημα -η λεπτομέρεια δηλαδή- ήταν αβγοτέμπερα και μάλιστα πάστα. Και έχει αντέξει και είναι ακόμη ζωντανή αυτή η ζωγραφική. Δε σε προδίδει, αρκεί να αναπνέει το έργο μέχρι να στεγνώσει. Στεγνώνει εύκολα σε πρώτη φάση και αργεί να στεγνώσει στην ύστερη φάση της. Κάνει κρούστα η επιφάνειά της, ακόμα και στην πιο αραιωμένη μορφή, αλλά η "ψυχή" της κάνει δυο χρόνια να στεγνώσει. Μετά, βέβαια, γίνεται το πιο σκληρό βερνίκι που υπάρχει».
Για την Φ. Στεφανίδη, μια πινελιά με αβγοτέμπερα έχει πάρα πολλούς τόνους μέσα της. Φως, ζωντάνια και λάμψη, τη χαρακτηρίζουν. «Πρέπει να τη δουλέψεις πολύ για να μπορέσεις να βρεις τη λάμψη αυτή. Ίσως η πρώτη επαφή να είναι απογοητευτική, όμως αν αρχίσεις και αισθάνεσαι την εσωτερική της "φωνή", ξεκινά μια σχέση ζωής...».
--------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" στις 15/10/2007.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟ
Η Φωτεινή Στεφανίδη βραβεύθηκε στην Μπρατισλάβα για ζωγραφιές της από το λαϊκό παραμύθι «Το πονεμένο αηδόνι»
Γράφει ο Χρήστος Μπουλώτης
Από την Μπρατισλάβα μάς ήλθαν τα καλά μαντάτα, Σεπτεμβρίου αρχομένου. Από τη 18η Διεθνή Εκθεση Εικονογράφησης Παιδικού Βιβλίου, που και παράδοση έχει και ακτινοβόλο κύρος, αποτελώντας έτσι κάθε δύο χρόνια αρένα επίζηλης διάκρισης για τους ανά τη γη καλλιτέχνες της φθεγγόμενης εικονοπλασίας. Για όλους εκείνους που υπηρετούν με μεράκι το παιδικό βιβλίο, που όλο και ανεβάζουν τον πήχυ για φιλόδοξα άλματα στην υψηλή τέχνη. Kαι λένε τα μαντάτα για την τιμητική πλακέτα που απονεμήθηκε από ενδεκαμελή κριτική επιτροπή στη δική μας Φωτεινή Στεφανίδη για ζωγραφιές της από το λαϊκό παραμύθι «Το πονεμένο αηδόνι» (εκδ. Σίγμα, Αθήνα 2000).
Kαθόλου ευκαταφρόνητη διάκριση, καθώς οι διαγωνισθέντες εικονογράφοι, σύνολο 290 από 43 χώρες, οι κριτές καταξιωμένα διεθνώς ονόματα, και το συγκεκριμένο βραβείο πρώτη φορά στη χώρα μας. Kι είναι ίσως σημαδιακό ότι πάλι η Φωτεινή Στεφανίδη είχε αξιωθεί να ανοίξει πρώτη αυτή πριν από χρόνια με ζωγραφιές της τις πύλες της Διεθνούς Εκθεσης Παιδικού Βιβλίου στην Μπολόνια για συμμετοχή επίλεκτων Ελλήνων εικονογράφων. Kαι να θυμίσω ακόμη το πρώτο βραβείο εικονογράφησης που απέσπασε στην Μπιενάλε Παιδικού Βιβλίου του αραβικού κόσμου στον Λίβανο (1998).
Για όσους γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις ευάριθμες εικονογραφήσεις της Φωτεινής, της αέρινης αυτής ποδηλάτισσας του χρωστήρα, για όσους κατά καιρούς ευφράνθηκαν με την ποιητική του σχεδίου, της σύνθεσης και των χρωμάτων της, η διεθνής διάκριση διόλου δεν εξέπληξε. Αντίθετα, μάλιστα, ήλθε ως αναμενόμενη, θα έλεγα, επιβεβαίωση. Kατάφαση μιας αισθητικής που ξέρει να συναιρεί ελληνότροπα μακροπαράδοτες της τέχνης όψεις και οράματα, δοκιμασμένα μυστικά και κώδικες.
Συνάμα όμως και σημάδι ευοίωνο η εκ Μπρατισλάβας διάκριση πως ηλεκτρονική εικονογράφηση, εικονοπλαστικές ακροβασίες ή όποιες παρόμοιες εφαρμογές δεν είναι, ευτυχώς, ικανές να εξοβελίσουν τρυφεράδα, ήθος και εικαστική ποιότητα από την εικονογράφηση του παιδικού βιβλίου. Γιατί μπορεί η χλωρή παιδική ψυχή να δοκιμάζεται πολλαπλά από τις αγωνίες και τις εκτροπές του χειμαζόμενου κόσμου μας, μπορεί να εκβάλλουν μέσα της ουκ ολίγα πολιτισμικά απόβλητα, οφείλουμε όμως, ωσότου έρθει και δέσει, να τη διαφυλάξουμε με τύψεις κι ενοχές και με ευφάνταστα τεχνάσματα, όσο κι όπως μπορούμε ακόμη, έστω και με όπλα ουτοπίας.
Αυτό, εξάλλου, κάνει η Φωτεινή Στεφανίδη με τις εικονογραφήσεις της. Ιλαρό αντίδοτο, μαγικό φίλτρο. Χωρίς εικαστική διγλωσσία, χωρίς τις παραμικρές εκπτώσεις στην τέχνη της εν ονόματι μιας κακώς νοούμενης εμπορικής εικονογράφησης, ντύνει ανάλαφρα παραμυθένιες ιστορίες και παραμύθια λαϊκά με τα ίδια ρούχα που φορούν και τα αμιγώς ζωγραφικά της έργα. Από την ίδια στόφα και τα χαρακτικά της σε εικονογραφήσεις συλλεκτικών εκδόσεων, με αντιπροσωπευτικότερο το ποίημα του Λόρκα «Preciosa y el aire» («Του Ανέμου και της Παινεμένης»), αλλά και λογής πεζογραφημάτων από το καλλιτεχνικό βιβλιοδετείο του Λέγγα.
Σε μια διεθνή έκθεση, όπως της Μπρατισλάβας, κανείς βέβαια δεν είχε λόγο να χαριστεί στη Φωτεινή Στεφανίδη. Kανείς δεν της χρωστούσε τη διάκριση που, πρέπει να το ομολογήσουμε, ήλθε την κατάλληλη στιγμή σαν έξωθεν αντίλογος σε όσους διατείνονται, τον τελευταίο καιρό, πως παιδική λογοτεχνία και συναφής εικονογράφηση είναι ανύπαρκτες στον τόπο μας. (...)
Για να ευτυχήσει η ελληνική εικονογράφηση και πέραν των ορίων της χώρας μας, χρειάζεται ποιοτική εγρήγορση, ανανέωση, πρωτοτυπία και βέβαια την ίδρυση, επιτέλους, μιας τουλάχιστον επίσημης σχολής, όπου θα διδάσκονται από καταξιωμένους καλλιτέχνες τα μυστικά της απαιτητικής όσο και παιχνιδιάρας αυτής τέχνης.
Οσο είναι απαράδεκτα κοντόφθαλμο το να μη βλέπουμε ότι έχουμε δρόμο μπροστά μας, ωσότου συστοιχηθούμε με τις ακμάζουσες εικονογραφικά χώρες, άλλο τόσο απαράδεκτα άδικη και η παραγνώριση των όσων θετικών συντελούνται.
Ας είναι... Τα χρώματα με τα χρώματα, οι γραφίτες με τους γραφίτες. Kι εσύ, ποδηλάτισσα Φωτεινή, χαίρε! Kαι με τις ποιητικές ζωγραφιές σου ευ ποίει!
--------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" στις 25/9/2001
ΜΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
γράφει η Ζωή Βαλάση
Πιστεύω ότι αν και η εικονογράφηση ακολουθεί το κείμενο, έχει παρ' όλ' αυτά και μια δική της ζωή, διηγείται παράλληλα και μια δική της ιστορία. Συχνά έχει στοιχεία που δεν περιέχονται στο κείμενο. Μ' άλλα λόγια, φτιάχνει την ατμόσφαιρα, στήνει τη σκηνή όπου κινούνται οι λέξεις, δημιουργεί έναν «κόσμο» καθε φορά ξεχωριστό.
Αυτά έλεγε η Φωτεινή Στεφανίδη, με πλούσια, συνεπή και αδιάλειπτη όσο και διακριτική παρουσία στο παιδικό βιβλίο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '90.
Το εικονογραφικό έργο της χαρακτηρίζεται από τη λεπτότητα των μορφών, το υπαινικτικό βάθος του τοπίου, την αισθαντικότητα της σύνθεσης και την ποιητική αντίληψη των χρωμάτων, στοιχεία που την έκαναν γνωστή στο διεθνή ορίζοντα και της έφεραν πολλές διακρίσεις, τιμές και βραβεία, όπως το πρώτο βραβείο στην Μπιενάλε του Αραβικού κόσμου, πρώτο βραβείο στη Βαλκανική Τριενάλε (Ex libris) Βελιγραδίου, πλακέτα εικονογράφησης στην Μπιενάλε της Μπρατισλάβας, ενώ έργα της έχουν παρουσιαστεί στις πιο απαιτητικές εκθέσεις του κόσμου κι έχουν εκπροσωπήσει τη χώρα μας σε πολλές διεθνείς εκδηλώσεις.
Η Φωτεινή Στεφανίδη έκανε τα πρώτα της βήματα στη ζωγραφική κοντά στον πατέρα της, τον εξαίρετο ζωγράφο Γιάννη Στεφανίδη, για να συνεχίσει αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών με σπουδές στη ζωγραφική, στο φρέσκο και στη χαρακτική. Η αξιοποίηση των πατρικών και ακαδημαϊκών μαθημάτων από τη χαρισματική ζωγράφο, η θητεία της στον οικογενειακό εκδοτικό οίκο ("Σίγμα" και κατόπιν "Στεφανίδη") την οδήγησαν σε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη σχέση με το βιβλίο. Τόσο στα βιβλία για μεγάλους όσο και στα βιβλία για παιδιά που έχει εικονογραφήσει και επιμεληθεί η Στεφανίδη, διακρίνει κανείς την προσήλωσή της στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής ποιότητας με ορατά τα καλά αποτελέσματα. Οι εικονογραφήσεις της μαρτυράνε την εξοικείωσή της με την απαιτητική αρχιτεκτονική της σελίδας, δάμασμα του χρώματος ώστε να μην προδίδεται από την εκτυπωτική τεχνική - πράγμα που οδηγεί σε πανωλεθρία πολλά εικονογραφικά έργα - έγνοια για τον αναγνώστη που θα σκύψει πάνω από τις λέξεις για να γευτεί τους καρπούς τους.
Λαϊκά παραμύθια, δικά της αλφαβητάρια και βιβλιαράκια πρώτης ανάγνωσης αλλά και διηγήσεις σύγχρονων συγγραφέων συνιστούν μια πρωτοποριακή εικονογραφική πρόταση.
Το έργο της στην ποίηση της Σαπφώς (Σαπφώ, Δώδεκα Ποιήματα), στην ποίηση του Λόρκα (Του Ανέμου και της Παινεμένης), στην κλασσική λογοτεχνία (Παπαδιαμάντης, Άννινος) μας έχει δώσει βιβλία- πρότυπα τυπογραφικής αισθητικής, συλλεκτικά και χειροποίητα, που έχουν πλουτίσει την ισχνή καλλιτεχνική τυπογραφία της Ελλάδας.
Η Φωτεινή Στεφανίδη χωρίς συμβιβασμούς στην έκφραση της καλλιτεχνικής προσωπικότητάς της, χωρίς παραχωρήσεις στην παιδική ηλικία των αναγνωστών, με αξιοζήλευτη ωριμότητα δημιουργεί για μικρούς και μεγάλους εικόνες και βιβλία που προσκαλούν στην απόλαυση μιας ολοκληρωμένης ανάγνωσης.
--------------------
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης", ένθετο "Ριζόχαρτο", στις 26/8/2007